φθισίμβροτος

φθισίμβροτος
και φθισίβροτος, -ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + -(μ)βροτος (< βροτός* «θνητός»). Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί-μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι-κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθισίμβροτος — φθῑσίμβροτος , φθισίμβροτος destroying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισίβροτον — φθῑσίβροτον , φθισίμβροτος destroying masc/fem acc sg φθῑσίβροτον , φθισίμβροτος destroying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισίμβροτον — φθῑσίμβροτον , φθισίμβροτος destroying masc/fem acc sg φθῑσίμβροτον , φθισίμβροτος destroying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • φθερσίβροτος — ον, Α φθισίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*, < φθείρω + βροτός «θνητός» (πρβλ. ἐγερσί βροτος)] …   Dictionary of Greek

  • φθισιβρότου — φθῑσιβρότου , φθισίμβροτος destroying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισιβρότῳ — φθῑσιβρότῳ , φθισίμβροτος destroying masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισιμβρότου — φθῑσιμβρότου , φθισίμβροτος destroying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισίβροτος — φθῑσίβροτος , φθισίμβροτος destroying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισίμβροτε — φθῑσίμβροτε , φθισίμβροτος destroying masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”