φθισίμβροτος — φθῑσίμβροτος , φθισίμβροτος destroying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισίβροτον — φθῑσίβροτον , φθισίμβροτος destroying masc/fem acc sg φθῑσίβροτον , φθισίμβροτος destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισίμβροτον — φθῑσίμβροτον , φθισίμβροτος destroying masc/fem acc sg φθῑσίμβροτον , φθισίμβροτος destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
φθερσίβροτος — ον, Α φθισίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*, < φθείρω + βροτός «θνητός» (πρβλ. ἐγερσί βροτος)] … Dictionary of Greek
φθισιβρότου — φθῑσιβρότου , φθισίμβροτος destroying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισιβρότῳ — φθῑσιβρότῳ , φθισίμβροτος destroying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισιμβρότου — φθῑσιμβρότου , φθισίμβροτος destroying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισίβροτος — φθῑσίβροτος , φθισίμβροτος destroying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισίμβροτε — φθῑσίμβροτε , φθισίμβροτος destroying masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)